- κρυαίνω
- και κρυγαίνω (Μ κρυαίνω) [κρύος]νεοελλ.1. (μτβ.) κάνω κάτι κρύο, ψύχω, ψυχραίνω2. (αμτβ. κυριολ. και μτφ.) γίνομαι κρύος, κρυώνω, ψυχραίνομαι3. αποθαρρύνομαιμσν.ί. επιθυμώ πολύ, ποθώ2. κρυολογώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυαίνω — και κρυγαίνω έκρυανα 1. κάνω κάτι ή κάποιον κρύο, ψυχραίνω: Μ έκρυανε η συμπεριφορά της. 2. γίνομαι κρύος, ψυχραίνομαι: Έκρυανε ο καιρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυαμός — κρυαμός, ὁ (Μ) κρυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυαν (πρβλ. ἐ κρύαν α, αόρ. τού κρυαίνω) + κατάλ. μος (πρβλ. μαρα μός, πεθα μός)] … Dictionary of Greek
κρυαντήρι — το μεταλλικό οικιακό σκεύος με δύο λαβές, το οποίο παγώνει το νερό ή τό διατηρεί δροσερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυαν (πρβλ. ἐ κρύαν α, αόρ. τού κρυαίνω) + κατάλ. τήρι (πρβλ. μολυν τήρι, σημαν τήρι)] … Dictionary of Greek
κρυγαίνω — βλ. κρυαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)